- παρασιτοκτόνος
- -ο1. αυτός που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει τα παράσιτα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρασιτοκτόνα(φαρμ.) προϊόντα, συνήθως συνθετικά, που εξοντώνουν τα παράσιτα είτε στα ελεύθερα τους στάδια, π.χ. προνυμφοκτόνα, ωαριοκτόνα κ.ά., είτε κατά την ενδοπαρασιτική τους φάση στο σώμα τού ξενιστή, όπως είναι λ.χ. τα ελμινθοκτόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράσιτο + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο-κτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.